1 δείλομαι
2 δείλομαι
δειλόομαι
δειλοποιός
δειλός
δειλότης
δειλοψυχέομαι
δειλόψυχος
δεῖμα
δειμάζω
δειμαίνω
δειμᾰλέος
Δειμάλωτα·
Δείμας
δειματηρός
Δειματίας
δειμᾰτόεις
δειματοποιός
δειμᾰτόω
δειματώδης
δειμός
δείμυλος
δειμώδης
δεῖνα
Δεῖνα
δεινάζω
δείνη
δεινάριον
Δεινάρχειος
Δείναρχος
δείνατι
δείνατος
δειναυξέω
Δεινιάδας
Δεινίας
Δεινιάς
Δεινίης
Δεῖνις
Δεινίχα
δεινοβίης
δεινοεπής
δεινοθέτας
δεινόθυμος
δεινόκοιτος
δεινοκάθεκτος
Δεινοκράτης
δεινολεχής
δεινολέων
δεινολογέω
δεινολογία
δεινολόγος
Δεινόλοχος
Δεινομάχη
Δεινόμαχος
δεινομέλης
Δεινομένειος
Δεινομένης
δεινοπάθεια
δεινοπαθέω
δεινοπαθής
δεινοπενθής
δεινοποιέω
δεινοποίησις
δεινόπους
δεινοπροσωπέω
δεινορέκτης
δεινός
δεῖνος
Δεινοσθένης
δείνοσμος
Δεινόστρατος